- νεικείω
- νεικείω (Α)ιων. τ. βλ. νεικέω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεικείω — νεικέω quarrel pres subj act 1st sg νεικέω quarrel pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεικέω — νεικέω, ιων. τ. νεικείω (Α) [νείκος] 1. φιλονικώ, ερίζω («νεικέων δὲ ὁ Ἀμορφάρετος λαμβάνει πέτρον ἀμφοτέρῃσι τῇσι χερσί», Ηρόδ.) 2. λογομαχώ 3. στενοχωρώ με λόγια κάποιον, επιπλήττω, κακολογώ, κατηγορώ («νείκεσσεν δ Ὀδυσσῆα χολωτοῑσιν ἐπέεσσιν» … Dictionary of Greek